- διδάσκων
- διδάσκωinstructpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
бе — было , церк., др. русск. бѣ (часто), ст. слав. бѣ (импф.) объясняется из и. е. *bhu̯ēt: греч. ἐφύη, др. прусск. be, bēi был . Связано с быть; см. Вернекер 1, 115; Траутман, BSW 40 и сл. Подробности об импф. см. в грамматиках. Вайан (RES 23, 151 и … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· … Deutsch Wikipedia
Matthew 4:23 — is the twenty third verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. Jesus has just recruited the first four disciples, this verse begins a brief summary of and introduction to Jesus ministry in Galilee that will be… … Wikipedia
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
καθέζομαι — (AM) 1. κάθομαι («καί ρα πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι εγκατεστημένος κάπου μσν. 1. αδρανώ 2. ενεργ. καθέζω μένω σε έναν τόπο, μένω σε ένα σημείο αρχ. 1. καταλαμβάνω προεδρική έδρα ή έδρα διδασκάλου («πρὸς ὑμᾱς ἐκαθεζόμην διδάσκων»,… … Dictionary of Greek
κατάρδω — (Α) 1. βρέχω, ποτίζω («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.) 2. ραντίζω 3. επαινώ («οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», Αριστοφ.) 4. (για τα ποιήματα τού Αισχύλου) παρασύρω ως χείμαρρος («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.) … Dictionary of Greek
κατηχητής — ο, θηλ. κατηχήτρια (AM κατηχητής) [κατηχώ] ο διδάσκαλος τών δογμάτων τής χριστιανικής πίστεως νεοελλ. 1. αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο δόγμα ή σε μυστική ενέργεια ή εταιρεία 2. συστηματικός καθοδηγητής κάποιου σε μια θεωρία ή δοξασία, με σκοπό … Dictionary of Greek
σπουδάζω — ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη… … Dictionary of Greek